στημονίζω

στημονίζω
ΝΜΑ [στήμων, -ονος]
νεοελλ.
στημονιάζω
αρχ.
1. (κατά τον Ζωναρ.) «λεπτύνω»
2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) στημονίζων
(κατά τον Ευστ.) «ὁ τρίβων»
3. μέσ. στημονίζομαι
α) τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό
β) (για αράχνη) αρχίζω να υφαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στημονιάζω — και στημονίζω στημόνιασα, βάζω το στημόνι στον αργαλειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”